κλήδονας < μεσαιωνική ελληνική κλήδονας < αρχαία ελληνική κληδών (=μαντικό σημάδι) + -ας < κλέω < κλέος < πρωτοελληνική *kléwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱléwos < *ḱlew- (ακούω) + *-os
Η κληδονομαντεία είναι μια μορφή μαντείας, η όποια ανήκει στην κατηγορία της κληρομαντείας. Όπως περιγράφει ο Παυσανίας, στην μέση της αγοράς των Φαρρών υπήρχε ένα μαντείο δίπλα στο οποίο βρισκόταν το πέτρινο άγαλμα του Ερμή. Αυτός που ενδιαφερόταν για να λάβει χρησμό, έκαιγε στην εστία του μαντείου λιβάνι, έβαζε λάδι και άναβε τις λάμπες, πρόσφερε ένα κέρμα στον βωμό, έσκυβε στο αφτί του πέτρινου αγάλματος και ψιθύριζε την ερώτηση που ήθελε ο θεός να του απαντήσει. Ύστερα έκλεινε τα αφτιά του και έφευγε. Μόλις έβγαινε από το μαντείο, κατέβαζε τα χέρια από τ’αφτιά του και το πρώτο πράγμα που άκουγε ήταν και η απάντηση του θεού. Αυτή ερχόταν είτε μέσω της φωνής του θεού ή του μηνύματος του θεού μέσα από το στόμα κάποιου άνθρωπου, είτε μέσω νέων όπου έφταναν ξαφνικά αλλά όχι απαραίτητα την ίδια στιγμή
Κάτι όπου μπορούμε να πάρουμε από αυτήν την περιγραφή είναι μια ακόμη μέθοδος μαντείας, η οποία βέβαια δεν υπήρχε ούτε χρησιμοποιήθηκε μόνο στην αρχαία Ελλάδα.
Καταρχάς, δεν χρειάζεται ο βωμός σε κάποιον θεό αφού υπάρχουν και άλλοι τρόποι προετοιμασίας. Στην Ιρλανδία πχ, την τελευταία νύχτα του χρόνου , τα κορίτσια γέμιζαν το στόμα τους με νερό, γέμιζαν την κάθε τους χούφτα με αλάτι, πήγαιναν στο σπίτι των γειτόνων τους και από την κλειδαρότρυπα το πρώτο όνομα όπου άκουγαν θα ήταν τ’όνομα του μέλλοντα συζύγου τους. Ασφαλώς ακόμη κι αυτό συνδέεται με μια διαφορετική διάσταση του κόσμου μας (διάσταση στην όποια κατοικούν οι νεράιδες, τα τρολς και ό,τι άλλο αποζητούσαν να κερδίσουν την εύνοια του ή να κατευνάσουν). Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν χρειάζονταν τον βωμό γιατί όπως βλέπουμε χρησιμοποιούσαν την δική τους μέθοδο προκειμένου να προετοιμαστούν ψυχολογικά για να λάβουν τον χρησμό, ( μια εικασία είναι βέβαια ότι το νερό και το αλάτι είναι είτε για προσφορά σ αυτά τα πλάσματα, είτε για προστασία από αυτά).
Σημείωση: Σύμφωνα με την παράδοση αν ρίξεις ζάχαρη ή αλάτι μπροστά σε μια νεράιδα θα σταματήσει ό,τι κάνει για να σκύψει και να μετρήσει τον κάθε κόκκο.
Όποτε το στοιχείο εδώ είναι η ύπαρξη ενός τρόπου μετάβασης από τον «κόσμο» του καθημερινού, σε έναν κόσμο όπου ό,τι συμβαίνει γύρω σου θα μπορούσε να έχει και μια ιδιαίτερη σημασία, πράγμα όμως όπου σ’έναν κόσμο γεμάτο πληροφορίες θα μπορούσε να τρελάνει κάποιον, όποτε σημαντικό πιστεύω είναι να πούμε ότι υπάρχει ένας περιορισμός: το πρώτο πράγμα στο όποιο το άτομο κατευθύνει την προσοχή του (το πρώτο όνομα/ λέξεις που θ’ακούσει) αποτελούν συνήθως την απάντηση.