11 Oct
11Oct

Εκδοχή # 2 Ο John Bell ήταν ένας πλούσιος καλλιεργητής στη Βόρεια Καρολίνα. Kάποτε προσέλαβε κάποιον για να επιβλέπει τους σκλάβους του στις εργασίες τους. Ο άντρας αυτός όμως ήταν ευέξαπτος και κακοποιούσε τους σκλάβους και, μερικοί λένε μάλιστα, ότι ήταν και τσιμπημένος με την μεγαλύτερη κόρη του Bell, την Mary. Ο Bell και ο άντρας αυτός καβγάδιζαν συχνά και κάποια στιγμή ο Bell έχασε τον έλεγχο και τον πυροβόλησε τραυματίζοντας τον θανάσιμα. Στη δίκη του, ο Bell υποστήριξε ότι ήταν σε αυτοάμυνα και αθωώθηκε. Μετά από αυτό, όμως, η τύχη του Bell άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. 

Οι καλλιέργειες δεν ήταν προσοδοφόρες και χρειάστηκε να πουλήσει τους σκλάβους του. Σύντομα, έμεινε ταπί. Πούλησε τη γη του και πήρε την οικογένειά του να ζήσουν στο Τennessee προκειμένου να ξεκινήσουν από την αρχή σε ένα μικρό κομμάτι γης κοντά στο σπίτι του διάσημου στρατιωτικού και πολιτικού Andrew Jackson. 


Παράξενα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν στο σπίτι στο Τennessee. Τα παιδιά του όταν ξυπνούσαν κάθε πρωί έβρισκαν τα μαλλιά τους μπερδεμένα και τα νυχτικά τους σκισμένα και πεταμένα στο πάτωμα. Μια ηλικιωμένη έγχρωμη γυναίκα είπε στον Bell ότι η οικογένειά του στοιχειωνόταν από μια μάγισσα, κάποιο στοιχειό ή το φάντασμα του άντρα που ο Bell είχε πυροβολήσει. Προσφέρθηκε να περάσει την νύχτα κάτω από το  κρεβάτι των παιδιών για να σιγουρευτεί. Στη μέση της νύχτας, οι Bell ξύπνησαν από μια φρικτή κραυγή. Βρήκαν τη γυναίκα πανικόβλητη, ισχυριζόμενη ότι το στοιχειό  της είχε κάνει διάφορα: την είχε τσιμπήσει, την είχε τρυπήσει με καρφίτσες, είχε αρπάξει τα λαστιχάκια από τα μαλλιά της και την είχε χτυπήσει. Οι Bells τρομαγμένοι το είπαν στους γείτονές τους, συμπεριλαμβανομένου και του Jackson, ο οποίος δεν πίστευε στα στοιχειά. Μόλις το είπε αυτό, μια αόρατη δύναμη του άρπαξε το καπέλο από το κεφάλι του και του το πέταξε μακριά. 

Η Μary, εν τω μεταξύ, άρχισε να υποφέρει από εφιάλτες στους οποίους κάτι κρύο και βαρύ της πίεζε το στήθος,  κάνοντας την να δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Το στοιχειό φαίνεται να εμφανιζόταν και στον καθρέφτη της όπου και της μιλούσε. Αυτά τα φαινόμενα συνεχίστηκαν καθώς η Μary μεγάλωνε. Το στοιχειό έκανε όλους τους φίλους της να φοβούνται κι έτσι δεν της έκανε πότε κάνεις πρόταση γάμου. Μια νύχτα, το στοιχειό είπε στους Bell ότι ήταν ερωτευμένο με την Μary και ήθελε να την παντρευτεί. Οι Bells αρνήθηκαν. Την επόμενη μέρα η Μary ένιωσε μια αδιαθεσία. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου, μέχρις ότου ήταν τόσο άρρωστη όπου δεν μπορούσε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Για ένα μήνα ήταν στο κρεβάτι και δεν ανταποκρινόταν στη θεραπεία του γιατρού. Μια νύχτα, καθώς η μητέρα της κράτησε το χέρι της,  εκείνη ξαφνικά ανακάθισε και είπε ότι είδε το στοιχειό και σκέφτηκε ότι από δω και πέρα θα το αγαπούσε. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από ευτυχία και αμέσως μετά ξεψύχησε. 

Την ημέρα της ταφής της, ένα μεγάλο μαύρο πουλί με ένα κουδούνι δεμένο γύρω από το λαιμό του εμφανίστηκε στον ουρανό, πετώντας πάνω από την νεκρική πομπή. Απ'το κουδούνι του αντήχησε το πιο πένθιμο κουδούνισμα που χε ακουστεί ποτέ. Το πουλί συνέχισε να πετάει πάνω από τους παρευρισκόμενους μέχρι να καλύψουν με χώμα  τον τάφο της Μαry και στη συνέχεια πέταξε μακριά, όμως ο θλιβερός ήχος του κουδουνιού εξακολούθησε να αντηχεί. 

Εκδοχή # 3 Στις αρχές του 1800, ο John Bell όπου έμενε στην Βόρεια Καρολίνα αρραβωνιάστηκε την χήρα Kate Batts. Σύντομα ανακάλυψε ότι ήταν ευέξαπτη  και κακότροπη. Προσπάθησε λοιπόν να σπάσει τον αρραβώνα, αλλά εκείνη αρνήθηκε να το επιτρέψει. Μια μέρα όμως, έπεσε στο αγρόκτημα της, χτύπησε το κεφάλι της σε ένα κουβά και έχασε τις αισθήσεις της. Ο Bell όταν την βρήκε σκέφτηκε ότι ήταν νεκρή και γι αυτό έσυρε το σώμα της στο κελάρι όπου φυλούσαν το ρύζι και κλείδωσε την πόρτα. Αυτή όμως ξύπνησε το επόμενο βράδυ και άρχισε να ουρλιάζει καλώντας τον να την βοηθήσει και να της φέρει φαγητό και νερό. Εκείνος αγνόησε τις ικεσίες της και δύο μέρες αργότερα η Kate ξεψύχησε. Ο John πήρε κρυφά το σώμα της και το άφησε στο αγρόκτημά της όπου και τελικά βρέθηκε από έναν γείτονα. 

Χαρούμενος όπου είχε απαλλαγεί από την Batts, ο Bell παντρεύτηκε κάποια άλλη γυναίκα και μετακόμισε σε μια φάρμα κοντά στο Adams του Tennessee, βόρεια του Nashville. Η ευτυχία του όμως  δεν κράτησε για πολύ, γιατί σύντομα μετά την άφιξή τους, άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα φρικιαστικα παραφυσικά φαινόμενα. Ένα τεράστιο μαύρο πουλί με φλογισμένα μάτια και μια απαίσια μυρωδιά του επιτέθηκε καθώς εκείνος όργωνε το χωράφι του. Στο σπίτι, ακούστηκαν περίεργοι θόρυβοι και οι τρεις γιοι του (προφανώς από έναν προηγούμενο γάμο) ξύπνησαν από κάτι που ακουγόταν σαν ένας γιγαντιαίος αρουραίος να ροκανίζει τα κρεβάτια τους. Ακολούθησαν φαινόμενα poltergeist από ένα εξαϋλωμένο πνεύμα, το οποίο η οικογένεια ονόμασε «μάγισσα της Kate Batts» και το οποίο έδειχνε μεγάλο μίσος για τον Bell. Ένα πρωί του 1820, το πνεύμα ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε δηλητηριάσει τον Bell. Όταν τον βρήκαν ήταν όντως, νεκρός.


 Η Μάγισσα των Bell συνέχισε να στοιχειώνει την οικογένεια για ένα ακόμη έτος. Στη συνέχεια, μετά από επτά χρόνια απουσίας, το πνεύμα επέστρεψε ξανά για να βασανίσει την οικογένεια με χτυπήματα, γρατζουνιές και τα παρόμοια. Για άλλη μια φορά όμως, το πνεύμα τελικά έφυγε αν και ορκίστηκε να επιστρέψει. Το στοίχειωμα δεν τελείωσε με το θάνατο του John Bell το 1820 ή το τέλος της οικογένειάς του. Μετά το θάνατο της Lucy Bell, η γη χωρίστηκε και ο Joel Bell κληρονόμησε το κομμάτι στον Κόκκινο Ποταμό. Ο Τζόελ τελικά πώλησε τη γη στον αδελφό του, Ρίτσαρντ, ο οποίος είχε το αγρόκτημα κοντά στο κτήμα του John Bell. Τα μέλη της οικογένειας και οι επισκέπτες συνέχισαν να βιώνουν περίεργα φαινόμενα, όπως μυστηριώδεις θραύσεις αντικειμένων, ουρλιαχτά έξω από το σπίτι, και κλινοσκεπάσματα να τραβιούνται από τα κρεβάτια.

 Το ακίνητο εξακολουθεί να μαστίζεται από περίεργους θορύβους, περίεργες μορφές και ανεξήγητα φώτα, ακόμη και σήμερα. Το 1969, μια από τους απογόνους του John Bell πέθανε από μια μυστηριώδη ασθένεια που την έπληξε ξαφνικά και μοιάζει με την ασθένεια που περιγράφηκε ότι έπληξε και τον ίδιο τον Bell. Φαινόταν να είναι μια νευρική διαταραχή που έκανε το λαιμό και το στόμα της γυναίκας να διογκωθούν, να σκληρυνθούν και να μειώσουν την ικανότητά της να μιλάει και να καταπίνει. Το 1964, το αγρόκτημα αγοράστηκε από τους Bill και Frances Eden. Ζούσαν στην παλιά αγροικία, αλλά σύντομα κουράστηκαν από τους θορύβους, τις δραστηριότητες των poltergeist και τα άλλα φαινόμενα. Ο Eden γκρέμισε το σπίτι και έχτισε ένα καινούργιο στην θέση του- αλλά τα φαινόμενα συνεχίστηκαν, υποδηλώνοντας ότι η "ενέργεια του τόπου" μπορεί να είναι ένας παράγοντας για το στοίχειωμα. 


Ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε ήταν μια ψηλή φιγούρα που φορούσε ένα μακρύ μαύρο μανδύα με σηκωμένο το κολάρο και την οποία την έβλεπαν να τριγυρνάει πάνω κάτω στο δρόμο. Ο Eden δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Το ζευγάρι άκουγε συχνά φωνές, τους ήχους μιας γυναίκας να ουρλιάζει και να αναπνέει με δυσκολία. Οι Edens μετέτρεψαν το κτήμα τελικά σε τουριστικό αξιοθέατο. Μετά το θάνατο του Bill Eden, η Frances μετακόμισε και το αγρόκτημα παρέμεινε αναξιοποίητο για κάμποσα χρόνια. Αγοράστηκε το 1993 από τους Walter και Chris Kirby οι οποίοι ήταν καπνοκαλλιεργητές. Το αξιοποίησαν και εκείνοι με σκοπό τον τουρισμό. Αμέσως μετά από την εγκατάσταση τους, βίωσαν παραφυσικά φαινόμενα, τα οποία συνεχίζουν μέχρι και σήμερα. 

Το 2006 κυκλοφόρησε η ταινία An American Haunting. Η ταινία βασίστηκε σε μια νέα εκδοχή της ιστορίας της μάγισσας των Bell. Η ταινία απεικονίζει μια φανταστική σύγκρουση μεταξύ του John Bell και της Kate Batts και τονίζει πως οι συμφορές που βρήκαν την Betsy είχαν μια πιο δαιμονική φύση.

Comments
* The email will not be published on the website.
I BUILT MY SITE FOR FREE USING